μυήσει

μυήσει
μύησις
initiation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μυήσεϊ , μύησις
initiation
fem dat sg (epic)
μύησις
initiation
fem dat sg (attic ionic)
μυάω
compress the lips
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
μυάω
compress the lips
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
μυάω
compress the lips
fut ind act 3rd sg (attic ionic)
μυέω
initiate into the mysteries
aor subj act 3rd sg (epic)
μυέω
initiate into the mysteries
fut ind mid 2nd sg
μυέω
initiate into the mysteries
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • EPOPTA — apud Tertullian. c. Valentinianos, ubi totam mysteriorum Atticorum scenam et apparatum explicat, Diutius initiant, quam consignant, cuni Epoptas ante quinquennium instituxnt. Mox. post tot suspiria Epoptarum, totum signaculum linguae, simulacruin …   Hofmann J. Lexicon universale

  • INVISERE et Viscre mysteria — Latinis Scriptoribus passim est simpliciter μυεῖςθαι, h. e. inittari Sacis Eleusinis. Non raro enim ἐπόπτευσιν cum μυἠσει confundunt Auctores, inter quos Tertullian. adv. Valentin. Epoptas vocat, qui Mysta tantum erant, et Seneca, cum air,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MAGNUM Mysterium — μέγα τῆς εὐσεβείας μυςτήριον, Incarnatio Domini nostri vocatur, 1 tim. c. 3 v. 16. h. e. μέγιςτον, maximum, ut Theophylactus exponit: allusione ad ritus Gentilium, ubi non Umina tantum quaedam μεγάλα dicta, seu magni Dii, et in ipsa Epheso μεγάλη …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VISERE — cupere videre est, Servio ad l. 8. Aen. hinc apta Eleusinio Sacro vox, cuius mystarum nota desideria, non nisi post longam moram et operosas προπαρασκευὰς lenienda. Cuiusmodi mysteria visere et invisere Latini Scriptores passim dicunt, pro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Δίων — I Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Λακεδαίμονας. Σύμφωνα με τη μυθολογία είχε τρεις κόρες, την Όρφη, τη Λυκώ και την Καρύα, προικισμένες με μαντικές ικανότητες. Επειδή όμως έπεσαν στη δυσμένεια του Βάκχου, μεταμορφώθηκαν οι δύο πρώτες σε βράχους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ζάγορας, Δημήτριος — (Ζαγορά, Πήλιο ; – Σύρος 1840). Αγωνιστής του 1821. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, για τη διάδοση των αρχών της οποίας εργάστηκε με ζήλο, αποπειράθηκε μάλιστα να μυήσει και πρόσωπο της Αυλής του Μοχάμετ Άλι. Το γεγονός τον κατέταξε ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ζαριφόπουλος — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Πάτρα. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα και ήταν έμπορος στην Οδησσό. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και επέστρεψε στη γενέτειρά του με σκοπό να την προετοιμάσει για τον ξεσηκωμό. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ιμπν Τουφάιλ — (Ibn Tufayl,Γκουαντίχ, Γρενάδα ; – Μαρακές, Μαρόκο 1186). Αραβοϊσπανός φιλόσοφος και γιατρός. Ήταν σύμβουλος και γιατρός του Αλμοάδη σουλτάνου Αμπού Γιακούμπ Γιουσούφ και φίλος του Αβερρόη (βλ. λ.). Κείμενά του που αφορούν την ιατρική σώζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”